- ξέστην
- ξέστηςsextariusmasc acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξεστήν — ξεστός hewn fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατανύω — Α εκτείνω, ξαπλώνω κάτι κοντά ή κατά μήκος ή μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι, παραθέτω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τανύω «τεντώνω»] … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek